πρόλογος
Η εργασία αυτή έγινε με την πεποίθηση ότι χρειάζεται να συνεχισθεί η προσπάθεια προκειμένου να καταγραφεί σήμερα ό,τι υπήρξε και ό,τι παραμένει ζωντανό και γνωστό από τη παλαιά μας Γλώσσα.
Προσπαθήσαμε να εστιάσουμε την προσοχή μας σε λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι Κερκυραίοι στην γλώσσα τους πριν από την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα και την προσαρμογή στην νεοελληνική γλώσσα.
Οι λέξεις που περιλαμβάνονται στο λεξικό που ακολουθεί, είναι κατά βάση λέξεις που ενσωματώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν στην γλώσσα των Κερκυραίων από τον ύστερο μεσαίωνα μέχρι και την Ένωση της Κέρκυρας με την Ελλάδα.
Εκείνη την εποχή βρισκόταν υπό διαμόρφωση μια γλώσσα που τα απομεινάρια της χρησιμοποιούμε μέχρι και σήμερα. Αυτά τα απομεινάρια καθώς και οι νεολογισμοί που δημιουργήθηκαν μετά την Ένωση, δίνουν την εντύπωση ενός ιδιώματος και μιας γλωσσικής ιδιαιτερότητας των Επτανησίων στα πλαίσια της νέας ελληνικής. Είναι προφανές ότι μια τέτοια διαπίστωση είναι λάθος. Αποφύγαμε να συμπεριλάβουμε (όσο ήταν δυνατόν) λέξεις που ήταν φανερό ότι ενσωματώθηκαν μετά την Ένωση και αυτό διότι αφενός συμπεριλαμβάνονται σε λεξικά της νεοελληνικής Γλώσσας και αφετέρου γιατί κάτι τέτοιο θα μας εμπόδιζε να έχουμε μια όσο γίνεται καθαρότερη εικόνα για την Γλώσσα των προγόνων μας.
Για αυτό ακριβώς το λόγο παραθέτουμε στο λεξικό που ακολουθεί 5.000 λέξεις από τις σχεδόν 10.000 που συγκεντρώσαμε.
Εάν μέχρι σήμερα διασώζονται 5 000 λέξεις είναι φανερό ότι μαζί με όσες χάθηκαν στο διάβα των αιώνων , οι προγονοί μας, στην καθημερινή τους ζωή, θα πρέπει να μιλούσαν μια γλώσσα που αν και είχε πολλά στοιχεία της ελληνικής γλώσσας στην εξέλιξη της, εν τούτοις η επικοινωνία με τους γειτονικούς πληθυσμούς θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον δύσκολη.
Αν σκεφθεί κανείς ότι σήμερα σώζονται τουλάχιστον 5.000 λέξεις από την παλαιά μας γλώσσα και τουλάχιστον άλλες τόσες έχουν χαθεί, τότε θα πρέπει να μιλάμε για ένα μέγεθος λεξιλογίου ανάλογο με αυτό αρκετών ενεργών εθνικών γλωσσών.
Η γαλλική γλώσσα, για παράδειγμα έχει ένα βασικό λεξιλόγιο της τάξεως των 10.000 λέξεων.
Στην περίπτωσή μας, η παλαιά μας γλώσσα βρέθηκε σε μια διαδικασία διαμόρφωσης που για ιστορικούς λόγους δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Όταν λέμε «στην καθημερινή τους ζωή» εννοούμε ότι και στην δική μας περίπτωση, η γλώσσα της Εκκλησίας, του «Φάρι τσίβιλι» και των Ενετών, είχε ελάχιστη σχέση με την γλώσσα των ανθρώπων στην καθημερινή τους ζωή. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι τα εκκλησιαστικά κείμενα , τα έγγραφα των Νοταρίων η τα κρατικά έγγραφα ήταν εντελώς ακατανόητα .
Ο αναγνώστης θα πρέπει να λάβει υπ’όψιν του ότι αναφερόμαστε σε μια εποχή (από τον 15ο έως τον 19ο αιώνα) που δεν είχαν συγκροτηθεί ακόμα τα εθνικά κράτη με την σημερινή τους μορφή και ο χάρτης της Ευρώπης ήταν τελείως διαφορετικός από τον σημερινό.
Οι γλώσσες με την μορφή που τις γνωρίζουμε σήμερα δεν υπήρχαν, παρόλο που στην περίπτωσή μας ο προβληματισμός περί της νέας ελληνικής γλώσσας, υπήρχε ήδη από τον 19ο αι., μέσω του Κοραή, αλλά και τον 18ο. Π.χ. το 1814 ο Ι. Βηλαράς γράφει τη «Ρωμέικη γλώσσα», το 1853 ο Π. Σούτσος τη «Νέα Σχολή του Γραφομένου Λόγου» κ.α.].
Αντίστοιχα η Νεοιταλική δεν υπήρχε και κάθε κρατίδιο είχε την δική του προφορικό και γραπτό λόγο.
Η γλώσσα που μιλούσαν , για παράδειγμα στην «Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας» ήταν εντελώς διαφορετική από αυτήν του Βασιλείου της Νάπολης. Ακόμα και εντός του Βασιλείου της Νάπολης η γλώσσα των «Γραικάνων» στο νότιο και ανατολικό τμήμα του Βασιλείου ήταν τελείως διαφορετική.
Κάτι ανάλογο συνέβαινε και στον ελλαδικό χώρο, όπου αν και υπήρχε μια σχετικά ενιαία κρατική υπόσταση με την κυριαρχία των Βυζαντινών και αργότερα των Οθωμανών, με τις μετακινήσεις των βαλκανικών λαών είχε δημιουργηθεί ένα χαοτικό γλωσσικό περιβάλλον.
Η δημιουργία των Εθνικών κρατών έθεσε ως βασική προϋπόθεση για την συνοχή των πληθυσμών την δημιουργία μίας ενιαίας Εθνικής Γλώσσας.
Πάρ’αυτα έχουμε πολλά παραδείγματα όπως της Κορσικής ,της Μάλτας των Γαλλόφωνων και των Φλαμανδών του Βελγίου και άλλων , που διατήρησαν σε διαφορετικές συνθήκες την Γλώσσα τους.
Εμείς αφενός είχαμε την τύχη να ενταχθούμε σε ένα ευρύτερο πληθυσμιακό χώρο και προσαρμοστούμε στην Νεοελληνική ( όπου εδράζει σε μια από τις θεμελιώδεις γλώσσες του κόσμου) και την ατυχία, αφετέρου, να χάσουμε έναν γλωσσικό πλούτο που χρειάστηκαν αιώνες για να οικοδομηθεί.
Αυτή η εργασία ελπίζουμε να προσθέσει κάτι σε ότι έχει γίνει μέχρι σήμερα από αρκετούς συντοπίτες μας με σημαντικότερη προσπάθεια το «Κερκυραϊκό Γλωσσάρι» του Γεράσιμου Χυτήρη.
Η εργασία αυτή διήρκεσε πέντε χρόνια περίπου συγκεντρώθηκε και καταγράφηκε υλικό που πιστεύω ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο από τους συμπατριώτες μας όσο και από επιστήμονες γλωσσολόγους που ενδεχομένως να ενδιαφερθούν .
Η παλαιά Γλώσσα των Επτανησίων ήταν μια σύνθεση ,κατά βάση, Ενετικών και Αρχαιοελληνικών, και όπως όλες οι Γλώσσες του κόσμου, δεν ήταν μια «καθαρή» γλώσσα. Άλλωστε ουδέποτε υπήρξε η θα υπάρξει μια τέτοια γλώσσα. Όπως λέει ο Α. Χριστίδης στην «Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας» «Ουδόλως υποτιμάται η αρχαία ελληνική γλώσσα, αν αποδεχτούμε ότι , όπως κάθε γλώσσα που μετέχει σε ένα αέναο και ασύνορο δούναι και λαβείν , δανείστηκε ξένες λέξεις.
Κι όπως σήμερα δεν ενοχλούμαστε (η δεν το ξέρουμε καν) από το ότι η λέξη « λουλούδι» έχει αλβανική καταγωγή ,έτσι και οι αρχαίοι δεν ενοχλούνταν (η δεν το ήξεραν όλοι τους )από το ότι το «ρόδον» ήταν πιθανότατα περσικής προελεύσεως. « Το 40% περίπου του λεξιλογίου της αρχαίας ελληνικής είναι προϊόν δανεισμού… « Καθαρές» γλώσσες δεν υπάρχουν , γιατί οι λαοί και οι πολιτισμοί δεν ζουν σε γυάλες , αλλά σε συνεχή επαφή , εχθρική η φιλική, μεταξύ τους».
Έτσι και η Γλώσσα των Επτανησίων ήταν μια γλώσσα η οποία συντέθηκε, δανείστηκε , δάνεισε και δημιούργησε τους δικούς της νεολογισμούς.
Ικανοποίησε την ανάγκη για να εκφραστεί ο πνευματικός και υλικός πολιτισμός των Επτανησίων στην κάθε ιστορική περίοδο. Ήταν ο τρόπος εντέλει που οι πρόγονοι μας έβλεπαν τον κόσμο τους.
Σ’αυτό το γοητευτικό ταξίδι αντιμετωπίσαμε πολλούς , μικρούς και μεγάλους κινδύνους Πολλές δυσκολίες και αρκετές ανεξήγητες (από εμάς τουλάχιστον) «περιοχές» της ιστορίας μας.
Δεν έγινε ,δυστυχώς, κατορθωτό να ασχοληθούμε με το σύνολο της Επτανησιακής γλώσσας επειδή η ιστορική διαδρομή του κάθε νησιού ήταν διαφορετική και οι επιδράσεις στην διαμόρφωση της γλώσσας στο κάθε νησί δημιουργούσαν σε εμάς δυσκολίες που ήταν σχεδόν ανυπέρβλητες.
Ωστόσο, από τα γλωσσάρια που χρησιμοποιήσαμε προκειμένου να διασταυρώσουμε λέξεις , διαπιστώναμε ότι ένα σημαντικό μέρος της γλώσσας μας ήταν κοινό . Περισσότερες ομοιότητες βρίσκαμε στο Κεφαλλονίτικο και στο Ζακυνθινό και λιγότερες στο Λευκαδίτικο.
Προτιμήσαμε να δουλέψουμε πάνω στην διαμόρφωση της γλώσσας των Κερκυραίων μη μπορώντας να διακινδυνεύσουμε μια συνολικότερη εργασία .
Από την αρχή δεν ήταν στις προθέσεις μας να ξεκινήσουμε με προκαθορισμένες απόψεις και συμπεράσματα που να δικαιώνουν εκ των προτέρων διαμορφωμένες αντιλήψεις.
Δεν μας χρειάζεται πλέον να αποδείξουμε ούτε την απευθείας και πέραν κάθε αμφιβολίας Αρχαιοελληνική μας καταγωγή .Ούτε να ορισθούμε σε σχέση με τις «Ευρωπαϊκές» μας επιρροές. Αντιθέτως έχουμε την ανάγκη να γνωρίσουμε το πολιτιστικό μας παρελθόν ως ένα ανεκτίμητο θησαυρό που χρειάζεται να διαφυλάξουμε.
Αυτή η εργασία ξεκίνησε τον Γενάρη του 2003 σε μια εποχή που οι συζητήσεις για την αναγκαιότητα μιας παγκόσμιας γλώσσας είχαν αρχίσει να γίνονται όλο και πιο έντονες. Η αγγλική είναι εδώ και αρκετά χρόνια πλέον ,το πρόπλασμα και ο πυρήνας σε μια τέτοια προοπτική. Η Αγγλική, πέραν πάσης αμφιβολίας, είναι μια από τις σπουδαιότερες γλώσσες του κόσμου και δια μέσω αυτής αποτυπώθηκαν σπουδαία έργα του ανθρωπίνου πνεύματος. Ωστόσο ο τρόπος που την «επιβάλλει» η «κοινωνία της αγοράς» την υποβαθμίζει σε μια γλώσσα-κώδικα επικοινωνίας, παρά σε μια παγκόσμια γλώσσα όπου να μπορεί να εκφράσει το πολιτισμό της εποχής μας.
Την ίδια στιγμή αποκαλύπτεται η ανάγκη να υπάρξει ζωτικός χώρος για τον ασύλληπτο γλωσσικό πλούτο που διαμορφώθηκε και διαμορφώνεται σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Ο γλωσσικός πολιτισμός ,όπως και η εν γένει πολιτιστική δημιουργία ,μπορεί να ανθίσει και να συνεχισθεί μόνο στις συνθήκες της άμεσης αλληλεπίδρασης των ανθρώπων , στην ζωή των κοινοτήτων τους , και στην παγκόσμια αλληλεπίδρασή τους.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η παλαιά γλώσσα των Κερκυραίων δεν θα μπορέσει να ζωντανέψει ξανά . Το νήμα που κόπηκε δεν είναι δυνατόν να επανασυνδεθεί επειδή ακριβώς έχει μεσολαβήσει ένα μεγάλο και κρίσιμο ιστορικό κενό .
Δυστυχώς ανάλογους κινδύνους αντιμετωπίζουν σήμερα και οι Εθνικές γλώσσες όπως αυτές διαμορφώνονται μέχρι σήμερα . Οι γλωσσικές ζυμώσεις που γίνονται στις μέρες μας σε παγκόσμιο επίπεδο μοιάζουν να είναι μια προσπάθεια άρσης της πανάρχαιας «κατάρας» του πύργου της Βαβέλ όμως κάτι τέτοιο ,αν συμβεί ως αντικειμενική ανάγκη , θα πρέπει να αναδειχθεί και η ανάγκη για την προστασία του γλωσσικού πλούτου της ανθρωπότητας και την ανώτερη μορφής γλωσσικής επικοινωνίας των ανθρώπων σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σταμάτης Κυριάκης
Κέρκυρα 4 Ιανουαρίου 2008
Η εργασία αυτή έγινε με την πεποίθηση ότι χρειάζεται να συνεχισθεί η προσπάθεια προκειμένου να καταγραφεί σήμερα ό,τι υπήρξε και ό,τι παραμένει ζωντανό και γνωστό από τη παλαιά μας Γλώσσα.
Προσπαθήσαμε να εστιάσουμε την προσοχή μας σε λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι Κερκυραίοι στην γλώσσα τους πριν από την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα και την προσαρμογή στην νεοελληνική γλώσσα.
Οι λέξεις που περιλαμβάνονται στο λεξικό που ακολουθεί, είναι κατά βάση λέξεις που ενσωματώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν στην γλώσσα των Κερκυραίων από τον ύστερο μεσαίωνα μέχρι και την Ένωση της Κέρκυρας με την Ελλάδα.
Εκείνη την εποχή βρισκόταν υπό διαμόρφωση μια γλώσσα που τα απομεινάρια της χρησιμοποιούμε μέχρι και σήμερα. Αυτά τα απομεινάρια καθώς και οι νεολογισμοί που δημιουργήθηκαν μετά την Ένωση, δίνουν την εντύπωση ενός ιδιώματος και μιας γλωσσικής ιδιαιτερότητας των Επτανησίων στα πλαίσια της νέας ελληνικής. Είναι προφανές ότι μια τέτοια διαπίστωση είναι λάθος. Αποφύγαμε να συμπεριλάβουμε (όσο ήταν δυνατόν) λέξεις που ήταν φανερό ότι ενσωματώθηκαν μετά την Ένωση και αυτό διότι αφενός συμπεριλαμβάνονται σε λεξικά της νεοελληνικής Γλώσσας και αφετέρου γιατί κάτι τέτοιο θα μας εμπόδιζε να έχουμε μια όσο γίνεται καθαρότερη εικόνα για την Γλώσσα των προγόνων μας.
Για αυτό ακριβώς το λόγο παραθέτουμε στο λεξικό που ακολουθεί 5.000 λέξεις από τις σχεδόν 10.000 που συγκεντρώσαμε.
Εάν μέχρι σήμερα διασώζονται 5 000 λέξεις είναι φανερό ότι μαζί με όσες χάθηκαν στο διάβα των αιώνων , οι προγονοί μας, στην καθημερινή τους ζωή, θα πρέπει να μιλούσαν μια γλώσσα που αν και είχε πολλά στοιχεία της ελληνικής γλώσσας στην εξέλιξη της, εν τούτοις η επικοινωνία με τους γειτονικούς πληθυσμούς θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον δύσκολη.
Αν σκεφθεί κανείς ότι σήμερα σώζονται τουλάχιστον 5.000 λέξεις από την παλαιά μας γλώσσα και τουλάχιστον άλλες τόσες έχουν χαθεί, τότε θα πρέπει να μιλάμε για ένα μέγεθος λεξιλογίου ανάλογο με αυτό αρκετών ενεργών εθνικών γλωσσών.
Η γαλλική γλώσσα, για παράδειγμα έχει ένα βασικό λεξιλόγιο της τάξεως των 10.000 λέξεων.
Στην περίπτωσή μας, η παλαιά μας γλώσσα βρέθηκε σε μια διαδικασία διαμόρφωσης που για ιστορικούς λόγους δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Όταν λέμε «στην καθημερινή τους ζωή» εννοούμε ότι και στην δική μας περίπτωση, η γλώσσα της Εκκλησίας, του «Φάρι τσίβιλι» και των Ενετών, είχε ελάχιστη σχέση με την γλώσσα των ανθρώπων στην καθημερινή τους ζωή. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι τα εκκλησιαστικά κείμενα , τα έγγραφα των Νοταρίων η τα κρατικά έγγραφα ήταν εντελώς ακατανόητα .
Ο αναγνώστης θα πρέπει να λάβει υπ’όψιν του ότι αναφερόμαστε σε μια εποχή (από τον 15ο έως τον 19ο αιώνα) που δεν είχαν συγκροτηθεί ακόμα τα εθνικά κράτη με την σημερινή τους μορφή και ο χάρτης της Ευρώπης ήταν τελείως διαφορετικός από τον σημερινό.
Οι γλώσσες με την μορφή που τις γνωρίζουμε σήμερα δεν υπήρχαν, παρόλο που στην περίπτωσή μας ο προβληματισμός περί της νέας ελληνικής γλώσσας, υπήρχε ήδη από τον 19ο αι., μέσω του Κοραή, αλλά και τον 18ο. Π.χ. το 1814 ο Ι. Βηλαράς γράφει τη «Ρωμέικη γλώσσα», το 1853 ο Π. Σούτσος τη «Νέα Σχολή του Γραφομένου Λόγου» κ.α.].
Αντίστοιχα η Νεοιταλική δεν υπήρχε και κάθε κρατίδιο είχε την δική του προφορικό και γραπτό λόγο.
Η γλώσσα που μιλούσαν , για παράδειγμα στην «Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας» ήταν εντελώς διαφορετική από αυτήν του Βασιλείου της Νάπολης. Ακόμα και εντός του Βασιλείου της Νάπολης η γλώσσα των «Γραικάνων» στο νότιο και ανατολικό τμήμα του Βασιλείου ήταν τελείως διαφορετική.
Κάτι ανάλογο συνέβαινε και στον ελλαδικό χώρο, όπου αν και υπήρχε μια σχετικά ενιαία κρατική υπόσταση με την κυριαρχία των Βυζαντινών και αργότερα των Οθωμανών, με τις μετακινήσεις των βαλκανικών λαών είχε δημιουργηθεί ένα χαοτικό γλωσσικό περιβάλλον.
Η δημιουργία των Εθνικών κρατών έθεσε ως βασική προϋπόθεση για την συνοχή των πληθυσμών την δημιουργία μίας ενιαίας Εθνικής Γλώσσας.
Πάρ’αυτα έχουμε πολλά παραδείγματα όπως της Κορσικής ,της Μάλτας των Γαλλόφωνων και των Φλαμανδών του Βελγίου και άλλων , που διατήρησαν σε διαφορετικές συνθήκες την Γλώσσα τους.
Εμείς αφενός είχαμε την τύχη να ενταχθούμε σε ένα ευρύτερο πληθυσμιακό χώρο και προσαρμοστούμε στην Νεοελληνική ( όπου εδράζει σε μια από τις θεμελιώδεις γλώσσες του κόσμου) και την ατυχία, αφετέρου, να χάσουμε έναν γλωσσικό πλούτο που χρειάστηκαν αιώνες για να οικοδομηθεί.
Αυτή η εργασία ελπίζουμε να προσθέσει κάτι σε ότι έχει γίνει μέχρι σήμερα από αρκετούς συντοπίτες μας με σημαντικότερη προσπάθεια το «Κερκυραϊκό Γλωσσάρι» του Γεράσιμου Χυτήρη.
Η εργασία αυτή διήρκεσε πέντε χρόνια περίπου συγκεντρώθηκε και καταγράφηκε υλικό που πιστεύω ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο από τους συμπατριώτες μας όσο και από επιστήμονες γλωσσολόγους που ενδεχομένως να ενδιαφερθούν .
Η παλαιά Γλώσσα των Επτανησίων ήταν μια σύνθεση ,κατά βάση, Ενετικών και Αρχαιοελληνικών, και όπως όλες οι Γλώσσες του κόσμου, δεν ήταν μια «καθαρή» γλώσσα. Άλλωστε ουδέποτε υπήρξε η θα υπάρξει μια τέτοια γλώσσα. Όπως λέει ο Α. Χριστίδης στην «Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας» «Ουδόλως υποτιμάται η αρχαία ελληνική γλώσσα, αν αποδεχτούμε ότι , όπως κάθε γλώσσα που μετέχει σε ένα αέναο και ασύνορο δούναι και λαβείν , δανείστηκε ξένες λέξεις.
Κι όπως σήμερα δεν ενοχλούμαστε (η δεν το ξέρουμε καν) από το ότι η λέξη « λουλούδι» έχει αλβανική καταγωγή ,έτσι και οι αρχαίοι δεν ενοχλούνταν (η δεν το ήξεραν όλοι τους )από το ότι το «ρόδον» ήταν πιθανότατα περσικής προελεύσεως. « Το 40% περίπου του λεξιλογίου της αρχαίας ελληνικής είναι προϊόν δανεισμού… « Καθαρές» γλώσσες δεν υπάρχουν , γιατί οι λαοί και οι πολιτισμοί δεν ζουν σε γυάλες , αλλά σε συνεχή επαφή , εχθρική η φιλική, μεταξύ τους».
Έτσι και η Γλώσσα των Επτανησίων ήταν μια γλώσσα η οποία συντέθηκε, δανείστηκε , δάνεισε και δημιούργησε τους δικούς της νεολογισμούς.
Ικανοποίησε την ανάγκη για να εκφραστεί ο πνευματικός και υλικός πολιτισμός των Επτανησίων στην κάθε ιστορική περίοδο. Ήταν ο τρόπος εντέλει που οι πρόγονοι μας έβλεπαν τον κόσμο τους.
Σ’αυτό το γοητευτικό ταξίδι αντιμετωπίσαμε πολλούς , μικρούς και μεγάλους κινδύνους Πολλές δυσκολίες και αρκετές ανεξήγητες (από εμάς τουλάχιστον) «περιοχές» της ιστορίας μας.
Δεν έγινε ,δυστυχώς, κατορθωτό να ασχοληθούμε με το σύνολο της Επτανησιακής γλώσσας επειδή η ιστορική διαδρομή του κάθε νησιού ήταν διαφορετική και οι επιδράσεις στην διαμόρφωση της γλώσσας στο κάθε νησί δημιουργούσαν σε εμάς δυσκολίες που ήταν σχεδόν ανυπέρβλητες.
Ωστόσο, από τα γλωσσάρια που χρησιμοποιήσαμε προκειμένου να διασταυρώσουμε λέξεις , διαπιστώναμε ότι ένα σημαντικό μέρος της γλώσσας μας ήταν κοινό . Περισσότερες ομοιότητες βρίσκαμε στο Κεφαλλονίτικο και στο Ζακυνθινό και λιγότερες στο Λευκαδίτικο.
Προτιμήσαμε να δουλέψουμε πάνω στην διαμόρφωση της γλώσσας των Κερκυραίων μη μπορώντας να διακινδυνεύσουμε μια συνολικότερη εργασία .
Από την αρχή δεν ήταν στις προθέσεις μας να ξεκινήσουμε με προκαθορισμένες απόψεις και συμπεράσματα που να δικαιώνουν εκ των προτέρων διαμορφωμένες αντιλήψεις.
Δεν μας χρειάζεται πλέον να αποδείξουμε ούτε την απευθείας και πέραν κάθε αμφιβολίας Αρχαιοελληνική μας καταγωγή .Ούτε να ορισθούμε σε σχέση με τις «Ευρωπαϊκές» μας επιρροές. Αντιθέτως έχουμε την ανάγκη να γνωρίσουμε το πολιτιστικό μας παρελθόν ως ένα ανεκτίμητο θησαυρό που χρειάζεται να διαφυλάξουμε.
Αυτή η εργασία ξεκίνησε τον Γενάρη του 2003 σε μια εποχή που οι συζητήσεις για την αναγκαιότητα μιας παγκόσμιας γλώσσας είχαν αρχίσει να γίνονται όλο και πιο έντονες. Η αγγλική είναι εδώ και αρκετά χρόνια πλέον ,το πρόπλασμα και ο πυρήνας σε μια τέτοια προοπτική. Η Αγγλική, πέραν πάσης αμφιβολίας, είναι μια από τις σπουδαιότερες γλώσσες του κόσμου και δια μέσω αυτής αποτυπώθηκαν σπουδαία έργα του ανθρωπίνου πνεύματος. Ωστόσο ο τρόπος που την «επιβάλλει» η «κοινωνία της αγοράς» την υποβαθμίζει σε μια γλώσσα-κώδικα επικοινωνίας, παρά σε μια παγκόσμια γλώσσα όπου να μπορεί να εκφράσει το πολιτισμό της εποχής μας.
Την ίδια στιγμή αποκαλύπτεται η ανάγκη να υπάρξει ζωτικός χώρος για τον ασύλληπτο γλωσσικό πλούτο που διαμορφώθηκε και διαμορφώνεται σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Ο γλωσσικός πολιτισμός ,όπως και η εν γένει πολιτιστική δημιουργία ,μπορεί να ανθίσει και να συνεχισθεί μόνο στις συνθήκες της άμεσης αλληλεπίδρασης των ανθρώπων , στην ζωή των κοινοτήτων τους , και στην παγκόσμια αλληλεπίδρασή τους.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η παλαιά γλώσσα των Κερκυραίων δεν θα μπορέσει να ζωντανέψει ξανά . Το νήμα που κόπηκε δεν είναι δυνατόν να επανασυνδεθεί επειδή ακριβώς έχει μεσολαβήσει ένα μεγάλο και κρίσιμο ιστορικό κενό .
Δυστυχώς ανάλογους κινδύνους αντιμετωπίζουν σήμερα και οι Εθνικές γλώσσες όπως αυτές διαμορφώνονται μέχρι σήμερα . Οι γλωσσικές ζυμώσεις που γίνονται στις μέρες μας σε παγκόσμιο επίπεδο μοιάζουν να είναι μια προσπάθεια άρσης της πανάρχαιας «κατάρας» του πύργου της Βαβέλ όμως κάτι τέτοιο ,αν συμβεί ως αντικειμενική ανάγκη , θα πρέπει να αναδειχθεί και η ανάγκη για την προστασία του γλωσσικού πλούτου της ανθρωπότητας και την ανώτερη μορφής γλωσσικής επικοινωνίας των ανθρώπων σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σταμάτης Κυριάκης
Κέρκυρα 4 Ιανουαρίου 2008